- περιστολή
- η, ΝΜΑ [περιστέλλω]νεοελλ.1. η ελάττωση τής έκτασης ή τής ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών»)2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια τού κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α. «περιστολή τής ανηθικότητας» β. «περιστολή τών καταχρήσεων»)μσν.(κατά τον Φώτ.) «περιστολήπεριβολήἐπαγωγή»αρχ.1. το να περιβάλλει κανείς κάποιον με κάτι, το να τόν ντύνει2. ένδυμα, ενδυμασία3. το στόλισμα τού νεκρού πριν από τον ενταφιασμό4. σάβανο5. ενταφιασμός6. κηδεία7. κάλυμμα8. διακόσμηση, στόλισμα9. απόκρυψη, συγκάλυψη10. ιατρ. περισταλτική ενέργεια τών εσωτερικών οργάνων11. μτφ. συστολή, ευπρέπεια, κοσμιότητα12. (κατά τον Ησύχ.) «περιστολήπεριβολήἔνδυμα»13. φρ. «ἐν περιστολῇ» — κρυφά, λαθραία.
Dictionary of Greek. 2013.